- μύωσις
- η мед. миоз, сужение зрачков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυωτικός — ή, ό (για φάρμακα) αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί μύωση, σμίκρυνση τής κόρης τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myotic < νεολατ. myosis < μύωσις < μύω] … Dictionary of Greek
μύωση — η (Μ μύωσις) νεοελλ. στένωση τής κόρης τού ματιού, η μύση μσν. μυϊκή σύνθεση, σύσταση τών μυών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. myosis < μύω «κλείνω τα μάτια»] … Dictionary of Greek